πλευστότητα
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Greek Monolingual
η, Ν
ναυτ.
1. η ικανότητα ενός πλοίου να τηρείται με ασφάλεια στην επιφάνεια του νερού
2. (αεροπ.) το φορτίο μαζί με το περίβλημα και τα εξαρτήματα που μπορεί να υποβαστάζει ένα αεροπλάνο ή αερόπλοιο σε σχέση με την ανυψωτική του δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευστός. Η λ., στον λόγιο τ. πλευστότης, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].