πληκτισμός

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτισμός Medium diacritics: πληκτισμός Low diacritics: πληκτισμός Capitals: ΠΛΗΚΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: plēktismós Transliteration B: plēktismos Transliteration C: pliktismos Beta Code: plhktismo/s

English (LSJ)

ὁ, amorous toying, AP12.209 (Strat., pl.).

German (Pape)

[Seite 633] ὁ, buhlerischer Blick, verliebte Neckerei, alles zur Liebe Reizende, Verführerische, Strat. 51 (XII, 209).

Russian (Dvoretsky)

πληκτισμός:хлопание, шлепок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτισμός: ὁ, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐρωτικοὶ διαπληκτισμοὶ ἐν τῇ κλίνῃ πρὸ τοῦ ἔργου, Ἀνθ. Π. 12. 209.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πληκτίζομαι
μσν.
1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι
2. εκκλ. το επιτίμιον.
αρχ.
το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές.