πλησιεστέρως

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλησιεστέρως: Ἐπίρρ., πλησιέστερον, Θ. Λάσκ. Cod. Par. 1193, fol. 15r°.