Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
[Seite 636] ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.
πλητίς: -ῖνος, ἡ, «πλητῖνες· δέλτοι» Ἡσύχ.
-ῑνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πληθ. «πλητῖνες
δέλτοι».