πνευματογραφία

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κατά την πίστη τών πνευματιστών, η γραφή κειμένου από πνεύματα κατά τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις χωρίς την μεσολάβηση τών ενδιαμέσων, τών μέντιουμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatography (< πνεύμα, -ατος + -γραφία)].