πνευματολόγος

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που έχει ως αντικείμενο μελέτης του την πνευματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatologist + (< πνεύμα, -ατος + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Νέος Πυθαγόρας.