πνευματόμετρο

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το, Ν
φυσιολ. συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών μέγιστων πιέσεων οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εισπνοής και της εκπνοής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatometer (< πνεύμα, -ατος + μέτρο)].