συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Ν
1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του
2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, του αγοράζω υποδήματα
3. μέσ. ποδένομαι
φορώ τα παπούτσια μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος].