ποδένω

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source

Greek Monolingual

Ν
1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του
2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, του αγοράζω υποδήματα
3. μέσ. ποδένομαι
φορώ τα παπούτσια μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος].