Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποδοδερματίτιδα
Greek Monolingual
η, Ν (κτην.)ασθένεια, είδος εκζέματος που αρχίζει από την περόνη και προχωρεί σε όλο το πέλμα τών ιπποειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pododermatitis (<πους, ποδός+δερματίτις / -ίτιδα)].