ποζάρω

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

Ν
1. παίρνω στάση κατάλληλη για να φωτογραφηθώ ή για να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο από καλλιτέχνες
2. παίρνω προσποιητή στάση, συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posare (βλ. και λ. πόζα)].