ποικιλοβαφής
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
-ές, Ν
ποικιλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βαφής (< βάφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1844, στον Ιωάνν. Καρασούτσα].