ποικιλόδερμος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

German (Pape)

[Seite 649] mit buntem Felle, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδερμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Κ. Μανασσ. Χρον. 254, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ποικιλοδέρμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος].