τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
1ᵉ pl. ao. épq. de πολίζω.
πολίσσαμεν: эп. 1 л. pl. aor. к πολίζω.
πολίσσαμεν ep. indic. aor. act. 1 plur. van πολίζω.