πολισμάτιον
From LSJ
βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
English (LSJ)
τό, Dim. of πόλισμα, Ephor. 27 J., Plb. 1.24.12, Str. 6.3.9, J. AJ 15.9.6, Plu. Them. 26.
German (Pape)
[Seite 656] τό, dim. zu Vorigem; Pol. 1, 24, 12 u. öfter; Plut. Dio 25 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πολισμάτιον: (ᾰ) τό городок, местечко Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πολισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολύβ. 1. 24, 12, κτλ.
Greek Monotonic
πολισμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Πολύβ.