πολιτικολογώ
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Greek Monolingual
-έω, Ν
μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].