πολυγνωσία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
η κατοχή πολλών γνώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωσία (< γνῶσις), πρβλ. αρχαιο-γνωσία, παντο-γνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].