πολυγνωσία

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η κατοχή πολλών γνώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωσία (< γνῶσις), πρβλ. αρχαιο-γνωσία, παντο-γνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].