πολυθρόνα

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
είδος αναπαυτικού καθίσματος με ερεισίνωτο, με πλάτη, και με βραχίονες για ένα άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. poltrona, με παρετυμολ. επίδραση τών πολύς και θρόνος.