πολυκοσμία
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η, Ν
συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, κοσμοσυρροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόσμος + κατάλ. -ία].