πολύγναθος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που πάσχει από πολυγναθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
-η, -ο, Ν
αυτός που πάσχει από πολυγναθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].