Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύγναθος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που πάσχει από πολυγναθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γνάθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].