πολύφανος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
πολύφανον, with many torches, ἑορτά Alcm.34.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς φανούς, δηλ. αυτός που τελείται με πολλές λαμπάδες («πολύφανος ἑορτά», Α
λειμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φανός «λαμπάδα»].