πολύφανος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
πολύφανον, with many torches, ἑορτά Alcm.34.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς φανούς, δηλ. αυτός που τελείται με πολλές λαμπάδες («πολύφανος ἑορτά», Α
λειμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φανός «λαμπάδα»].