πονετικός

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πονώ
αυτός που συμπονεί τους άλλους, που τους ευσπλαγχνίζεται και συμμετέχει συναισθηματικά στις δυστυχίες τους.
επίρρ...
πονετικά
κατά τρόπο πονετικό, με συμπόνια («έγυρε ο Αργύρης πονετικά και τή φιλεί», παραλλαγή ακριτ. έπους).