πορφυροφόρος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που φέρει πορφύρα, ο ντυμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -φόρος].