οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
-ον, Μαυτός που φέρει πορφύρα, ο ντυμένος με πορφύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -φόρος].