πορφυρόβλαστος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βλαστός (< βλαστάνω)].

German (Pape)

πορφυρογέννητος, bei sehr Sp.