ποτονομάζω
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
Doric for προσονομάζω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσονομάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀνομάζω.