πρίγκιπας
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
ο / πρίγκιψ, -ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ
νεοελλ.-μσν.
τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη βασιλικής οικογένειας
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) υψηλού βαθμού τίτλος ευγενείας απονεμόμενος σε πρόσωπο που ασκεί πλήρη ή σχεδόν πλήρη κυριαρχική εξουσία ή φερόμενος από μέλος βασιλικής οικογένειας
2. τίτλος ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας («ο πρίγκιπας του Μονακό»)
3. ανώτατος ή ανώτερος αξιωματούχος τών παραδουνάβιων ηγεμονιών, που διατηρούσε τον τίτλο αυτό ώς τον θάνατό του (α. «οι πρίγκιπες Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης» β. «ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος»)
4. μτφ. ο πιο ικανός ή επιφανής, ο άριστος ανάμεσα σε ομοίους του («πρίγκιπας τών συγγραφέων»)
5. το θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα
α) σύζυγος ή κόρη πρίγκιπα ή κόρη βασιλιά
β) μτφ. αριστοκράτισσα
μσν.-αρχ.
αυτοκρατορικός υπάλληλος, ο επικεφαλής ομάδας κρατικών υπηρεσιών
αρχ.
στον πληθ. οἱ πρίγκιπες
(στους Ρωμαίους) οι πιο ακμαίοι ως προς την ηλικία στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας που καταλάμβαναν το μέσον της παράταξης, η οποία συγκροτούνταν με κριτήριο την ηλικία, δηλαδή μεταξύ τών αστάτων και τών τριαριών («τοὺς δὲ ἀκμαιοτάτους ταῖς ἡλικίαις εἰς τοὺς πρίγκιπας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. princeps, -ipis «άρχοντας» (< λατ. primus «πρώτος» + capio «πιάνω»). Η γρφ. πρίγκηπας δεν θεωρείται ορθή (πρβλ. και τη γρφ. κώδηξ της λ. κώδιξ, -ικος < λατ. codex, -icis)].