Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αυτοκρατορικός

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐτοκρατορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα
2. «αυτοκρατορική ιδέα» — η πολιτειολογική άποψη για τη μοναδικότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την οικουμένη
αρχ.
ελεύθερος, αυτεξούσιος.