πρίκα

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(στον Ερωτόκρ.) πίκρα, πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα με μετάθεση του -ρ-].