ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Full diacritics: πρᾱνόν | Medium diacritics: πρανόν | Low diacritics: πρανόν | Capitals: ΠΡΑΝΟΝ |
Transliteration A: pranón | Transliteration B: pranon | Transliteration C: pranon | Beta Code: prano/n |
τὸ κατωφερές, πρανές, Hsch.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ κατωφερές, πρανές».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. πρανῶ].