πρανόν
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
τὸ κατωφερές, πρανές, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ κατωφερές, πρανές».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. πρανῶ].