πρηξών

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηξών Medium diacritics: πρηξών Low diacritics: πρηξών Capitals: ΠΡΗΞΩΝ
Transliteration A: prēxṓn Transliteration B: prēxōn Transliteration C: prikson Beta Code: prhcw/n

English (LSJ)

-όνος, ὁ, = ἀγοραῖος (Sicel), Theognost.Can.38.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Μ
αγοραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το πρῆξις, ιων. τ. του πρᾶξις με επίθημα -ών].