προβατοθρέμμων
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
German (Pape)
[Seite 711] ον, = προβατοβοσκός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοθρέμμων: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Μανασσ. Χρον. 5199, 6127.
Greek Monolingual
-όθρεμμον, Μ
αυτός που τρέφει πρόβατα, προβατοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -θρέμμων (< θρέμμα < τρέφω), πρβλ. γαλακτοθρέμμων].