προβατοκάμηλος
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
η, Ν
λόγια ελληνική ονομασία του θηλαστικού λάμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κάμηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].