προβατοσπαράκτης

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοσπᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ σπαράσσων πρόβατα, Μανασσ. Χρον. 5972.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατασπαράζει πρόβατα, που καταξεσχίζει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σπαράκτης (< σπαράσσω)].