προδιακαίω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιακαίω Medium diacritics: προδιακαίω Low diacritics: προδιακαίω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΚΑΙΩ
Transliteration A: prodiakaíō Transliteration B: prodiakaiō Transliteration C: prodiakaio Beta Code: prodiakai/w

English (LSJ)

burn completely before, Herasap.Gal.13.423 (Pass.), Crito ap. eund.13.37 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προδιακαίω: διακαίω προηγουμένως, Γαλην. τ. 13, σ. 617.

Greek Monolingual

Α
διακαίω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διακαίω «καίω, καυτηριάζω»].