προδιορίζω
English (LSJ)
limit or define beforehand, D.S.12.2, Alex.Aphr.in Top.146.17, al.; βραχέα π. περί τινος D.S.1.4:—Med., ib.5, Ph.1.442, Hermog.Id.1.1, Aps.p.247H. (also, make arrangements beforehand, Orib.45.18.17):—Pass., Ph.1.631.
German (Pape)
[Seite 716] vorher begränzen, D. Sic. 1, 4.
Russian (Dvoretsky)
προδιορίζω: тж. med. заранее очерчивать или определять (περί τινος, med. ἀκριβῶς τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προδιορίζω: ὁρίζω προηγουμένως, Διόδ. 12. 2, Γαλην. κλπ.· πρ. βραχέα περί τινος Διόδ. 1. 4· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 5.
Greek Monolingual
Α
1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένως («βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.)
2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»].