προεγγύησις
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
English (LSJ)
-εως, ἡ, furnishing security, Milet.3 No.138.6(iii B.C.).
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προεγγυῶμαι
η εκ τών προτέρων παροχή εγγύησης.