προεστός
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
ο, θηλ. προεστή / προεστώς, προεστῶσα, προεστώς, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος
2. γέροντας, γερόντισσα, σεβαστός, σεβαστή
νεοελλ.-μσν.
προσηγορία επισκόπου, ηγουμένου ή πρωθιερέα
αρχ.
αρχηγός, ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεστώς είναι μτχ. παρακμ. του ρ. προΐσταμαι, ενώ ο νεοελλ. προεστός κατά τα αρσ. σε -ος].