προθηρώ

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
θηρεύω προηγουμένως, κυνηγώ εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θηρῶ «θηρεύω»].