προκάτοχος

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και προκάτοχη, Ν προκατέχω
1. ο προηγούμενος κάτοχος («ο προκάτοχος του αυτοκινήτου ήταν πολύ απρόσεκτος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προκάτοχος
(κυρίως για θέση ή αξίωμα) αυτός που κατείχε προηγουμένως μια θέση («οι προκάτοχοί του στο υπουργείο είχαν αμελήσει το θέμα»)
3. προγενέστερος («η προκάτοχη κυβέρνηση»).