προκατειλημμένος

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. προκαταλαμβάνω.