προκοιτεία

From LSJ

German (Pape)

[Seite 730] ἡ, Wache vor dem Hause, dem Lager, Pol. 2, 5, 6. 35, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
garde que l'on monte devant qqn.
Étymologie: πρόκοιτος.

Russian (Dvoretsky)

προκοιτεία: и προκοιτίαпередняя стража (впереди лагеря и т. п.) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προκοιτεία: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ προκοιτία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. προκοιτία.