προξενειό
From LSJ
Greek Monolingual
και προξενιό, το, Ν
1. μεσολάβηση για συνοικέσιο, για αμοιβαία συγκατάθεση σύναψης γάμου
2. μεσολάβηση για σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. προξενώ].
και προξενιό, το, Ν
1. μεσολάβηση για συνοικέσιο, για αμοιβαία συγκατάθεση σύναψης γάμου
2. μεσολάβηση για σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. προξενώ].