προξενειό

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

και προξενιό, το, Ν
1. μεσολάβηση για συνοικέσιο, για αμοιβαία συγκατάθεση σύναψης γάμου
2. μεσολάβηση για σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. προξενώ].