προοιωνίζομαι

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

Ν
παρέχω οιωνούς, προμηνύω, δίνω την ευκαιρία για προβλέψεις (α. «η άνοδος του πληθωρισμού προοιωνίζεται πτώση του βιοτικού επιπέδου» β. «η απόφαση του μόνο κακά προοιωνίζεται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + οἰωνίζομαι (< οἰωνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Γ. Παπασλιώτη].