προπεμπτήριος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
προπεμπτήριον, = προπεμπτικός (accompanying, escorting, used in escorting), λόγος Him. Ecl. 13 tit. ; προπεμπτήριος ὕμνος a funeral hymn, Philostr. VA 3.49.
German (Pape)
[Seite 739] = Folgdm; ᾠδαί Eumath. amor. 1, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προπεμπτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., πρ. ὕμνος, ἐπικήδειος ὕμνος, Φιλόστρ. 135· πρ. ἔπαινος, τιμὴ Ἐκκλ.· τὰ πρ., τιμαὶ ἐπικήδειοι, Ἐκκλ.