προπεμπτήριος

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπεμπτήριος Medium diacritics: προπεμπτήριος Low diacritics: προπεμπτήριος Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: propemptḗrios Transliteration B: propemptērios Transliteration C: propemptirios Beta Code: propempth/rios

English (LSJ)

προπεμπτήριον, = προπεμπτικός (accompanying, escorting, used in escorting), λόγος Him. Ecl. 13 tit. ; προπεμπτήριος ὕμνος a funeral hymn, Philostr. VA 3.49.

German (Pape)

[Seite 739] = Folgdm; ᾠδαί Eumath. amor. 1, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προπεμπτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., πρ. ὕμνος, ἐπικήδειος ὕμνος, Φιλόστρ. 135· πρ. ἔπαινος, τιμὴ Ἐκκλ.· τὰ πρ., τιμαὶ ἐπικήδειοι, Ἐκκλ.