προσ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Russian (Dvoretsky)
προσ: приставка со знач.:
1 направления (προσέρχομαι);
2 добавления (προστίθημι);
3 смежности или близости (πρόσκειμαι).