προσάραξη

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source

Greek Monolingual

η / προσάραξις, -άξεως, ΝΑ προσαράσσω
νεοελλ.
ναυτ. α) το τυχαίο ή θεληματικό κάθισμα του πλοίου σε αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό
β) η κατάσταση πλοίου που έχει προσαράξει
αρχ.
η ρίψη προς κάποιον ή εναντίον κάποιου.