ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
η / προσάραξις, -άξεως, ΝΑ προσαράσσωνεοελλ.ναυτ. α) το τυχαίο ή θεληματικό κάθισμα του πλοίου σε αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθόβ) η κατάσταση πλοίου που έχει προσαράξειαρχ.η ρίψη προς κάποιον ή εναντίον κάποιου.