προσαμαίνω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek (Liddell-Scott)
προσαμαίνω: προσημαίνω, Ἐπιγρ. Παντικαπαίου, ἔκδ. Ἰούργεβιτς, ἐν Ὀδησσῷ 1880 (ῥωσιστί).
Greek Monolingual
Α
βλ. προσημαίνω.