προσαποθλίβω

English (LSJ)

[ῑ], press against, τινὰ τῇ θύρᾳ J.AJ9.4.4; τοῖς βουβῶσι τὸ κατόπιν τῆς ὀσφύος Alciphr.Fr.6.13.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu einklemmen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποθλίβω: [ῑ], συνθλίβω, συσφίγγω, τινὰ τῇ θύρᾳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 4.

Greek Monolingual

Α
συσφίγγω ή πιέζω κάποιον ή κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποθλίβω «πιέζω δυνατά»].