προσεικώς
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
French (Bailly abrégé)
υῖα, ός;
v. προσείκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσεικώς ptc. perf. act. van προσέοικα.
Russian (Dvoretsky)
προσεικώς: υῖα, ός part. к * προσείκω.