προσεπινέμω

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπινέμω Medium diacritics: προσεπινέμω Low diacritics: προσεπινέμω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΝΕΜΩ
Transliteration A: prosepinémō Transliteration B: prosepinemō Transliteration C: prosepinemo Beta Code: prosepine/mw

English (LSJ)

in Pass., of a bandage, to be further distributed, Id.18(2).556.

Greek Monolingual

Α
(συν. το παθ.) προσεπινέμομαι
(για επίδεσμο) χρησιμοποιούμαι ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπινέμω «διανέμω, διαμοιράζω»].