προσομιλία
From LSJ
English (LSJ)
Ion. προσομιλίη, ἡ, association, Aret.CA1.1; ἡ τοῦ θερμοῦ π. Alex.Aphr.Pr.1.115.
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, Verkehr, Unterhaltung mit Einem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσομῑλία: ἡ, = προσομίλησις, Ἀρεταί, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 115.
Greek Monolingual
και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή, επικοινωνία με κάποιον.